- κτηματολογία
- κτηματολογία, ἡ (Μ)η κτητική ιδιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + -λογία (< -λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek